- συμβολικός
- -ή, -ό / συμβολικός, -ή, -όν, ΝΜΑ [σύμβολο(ν)]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε σύμβολο, αυτός που σημαίνει κάτι με σύμβολο ή παριστάνεται με σύμβολα (α. «συμβολική παράσταση» β. «συμβολικὴ ἀπόκρισις», Φίλ.γ. «συμβολικὸς τρόπος διδασκαλίας», Ιάμβλ.)2. αλληγορικός («συμβολικὸν καὶ αἰνιγματῶδες εἶδος», Κλήμ. Αλ.)νεοελλ.1. εικονικός, μη ουσιαστικός (α. «έδωσε ένα συμβολικό ποσόν» β. «η αμοιβή του είναι συμβολική»)2. το θηλ. ως ουσ. η συμβολικήα) η συστηματική χρήση συμβόλων ως μέσων έκφρασης, καθώς και η θεωρητική διερεύνηση τής διεργασίας αυτήςβ) (φιλοσ.) δομή που επιτρέπει τη μετάβαση από το σύνολο ενός σημασιολογικού πεδίου σε ένα άλλο σημασιολογικό πεδίογ) μάθημα τού συστηματικού κλάδου τής θεολογίας, το οποίο αναφέρεται στη μελέτη τών θεολογικών διαφορών τών χριστιανικών Εκκλησιών και Ομολογιών με βάση τη θεολογική τους παράδοση ή και τα συμβολικά τους βιβλία3. φρ. α) «συμβολικά βιβλία»εκκλ. εκκλησιαστικά βιβλία που περιέχουν τα σύμβολα πίστεως κάθε Εκκλησίας ή Ομολογίαςβ) «συμβολική λογική»(λογ.) η λογική που χρησιμοποιεί συστήματα συμβόλων και μαθηματικές πράξεις και μεθόδους για να εκφράσει τις σχέσεις τών εννοιών και τών προτάσεων, αλλ. μαθηματική λογικήγ) «συμβολικός λογισμός»μαθημ. μελέτη τών ιδιοτήτων και εφαρμογές συναρτήσεων που συνδέονται με την ολοκληρωτική σχέση τού Λαπλάςμσν.-αρχ.1. αυτός που προεικονίζει αυτά που θα συμβούν («...τῆς σκιώδους διδασκαλίας διὰ τῶν τυπικῶν τε καὶ συμβολικῶν νοημάτων οὐκέτι προσδέεται», Γρηγ. Νύσσ.)2. το αρσ. ως ουσ. ὁ συμβολικόςο μάντηςαρχ.1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε συμβολή, σε ερανικό συμπόσιο («συμβολικὴ πρόποσις», Αθήν.)2. αντιπροσωπευτικός, τυπικός μιας πραγματικότητας («διττὴν... τὴν τῶν θεολόγων παράδοσιν... τὴν μὲν συμβολικὴν καὶ τελεστικήν, τὴν δὲ φιλόσοφον καὶ ἀποδεικτικήν», Διον. Αρεοπ.)3. μυστικός («ἡ συμβολικὴ διδασκαλία μυσταγωγεῑ ταῑς ἐν ὕδασι τρισὶ καταδύσεσι... Ἰησοῡ... μιμεῑσθαι θάνατον», Δίον. Αρεοπ.)4. αυτός που γίνεται εθιμικά, ως αναπαράσταση, σε αντιδιαστολή προς τον πραγματικό («ἔθος... τὰς ἀγάμους κόρας... θρηνεῑν διὰ τῶν συμβολικῶν γάμων», Κύρ.)5. το θηλ. ως ουσ. ἡ συμβολικήη μαντική που εξετάζει σύμβολα6. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ συμβολικάυποχρεώσεις που πρέπει να εξοφληθούν σε χρήμα ή σε είδος.επίρρ...συμβολικώς / συμβολικῶς ΝΜΑ, και συμβολικά Ν1. με σύμβολα, με χρήση συμβόλων2. με κάποιο σύμβολο, με κάποια μορφή που προεικονίζει κάτι που θα γίνειμσν.-αρχ.με μαντική, με μέσα τής μαντικήςαρχ.1. με ανταπόκριση, με ανταπάντηση2. με συμβολή, με ερανικό συμπόσιο.
Dictionary of Greek. 2013.